- ἐπιστεφέας
- ἐπιστεφήςfull ofmasc/fem acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστεφής — ἐπιστεφής, ές (AM) ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.) μσν. στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.) αρχ. φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεφής… … Dictionary of Greek